- καταφλέγω
- (AM καταφλέγω)(επιτ. τού φλέγω)1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω(«τόν καταφλέγει ο έρωτας»)μσν.1. καταδικάζω, τιμωρώ2. πυρώνωμσν.-αρχ.προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζωαρχ.μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.
Dictionary of Greek. 2013.